μπαϊλντώ

μπαϊλντώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μπαϊλντώ" в других словарях:

  • μπαϊλντίζω — και μπαϊλντώ 1. εξαντλούμαι, καταβάλλομαι από σωματικό κάματο ή από έντονο πνευματικό ή ψυχικό πόνο, αποκάμνω από μεγάλη κούραση ή στενοχώρια («είμαι μπαϊλντισμένη από την πολλή δουλειά») 2. χάνω τις αισθήσεις μου, λιγοθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»